- φιλοτελισμός
- οη αγάπη προς τη φιλοτέλεια (βλ. λ.), η απασχόληση με τη συλλογή, ταξινόμηση, μελέτη και εμπορία των γραμματοσήμων, η γραμματοσημοφιλία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.